Ο Hieronymus Bosch (περ. 1450-1516) υπήρξε ο μεγαλύτερος Ολλανδός καλλιτέχνης της εποχής του. Πολύ λίγα γνωρίζουμε για τη ζωή του, την οποία πέρασε κυρίως στη μικρή πόλη Χερτόγκενμπος. Τα θέματα που επέλεγε για τους πίνακές του, απεικονίζουν έναν γκροτέσκο κόσμο, γεμάτο με πλάσματα και υπαινιγμούς της αχαλίνωτης φαντασίας του, γεγονός που έκανε μερικούς μελετητές του να τον θεωρήσουν αιρετικό ή να τον συσχετίσουν με απόκρυφες πρακτικές του Μεσαίωνα, όπως η αλχημεία και η μαγεία. Ωστόσο, ο Bosch ήταν βαθιά θρησκευόμενος και μέσα από το έργο του εξέφρασε τη μεσαιωνική αντίληψη του κόσμου, ενός κόσμου γεμάτο εμμονές και φοβίες για την αμαρτία. Ο εικονογραφικός πλούτος και το μυστηριώδες περιεχόμενο των πινάκων του Bosch όχι μόνο είχαν μεγάλη απήχηση στην τέχνη της εποχής του -τα οποία αντιγράφονταν συστηματικά, με τη μορφή πανάκριβων ταπισερί-, αλλά ακόμη και σήμερα καθιστούν το έργο του καλλιτέχνη αξεπέραστο.
Ο Bosch διαμόρφωσε μια εντελώς προσωπική εικονοπλασία και εικονογραφία, με το τοπίο να παίζει σημαντικό ρόλο στους πίνακές του. Χρησιμοποίησε τα επιτεύγματα της ζωγραφικής, που είχαν επινοηθεί για να παραστήσουν την πραγματικότητα όσο γινόταν πιο πειστικά, προκειμένου να δώσει στον θεατή μια εξίσου πιστευτή εικόνα πραγμάτων που δεν είχε αντικρίσει ποτέ κανείς. Αινιγματικά σύμβολα και αλληγορίες παρουσιάζονται για να σατιρίσουν τους φόβους που είχαν τυραννήσει το μυαλό των ανθρώπων κατά τον Μεσαίωνα. Ο Ολλανδός ιστορικός τέχνης Karel van Mander χαρακτήρισε το έργο του Bosch ως «θαυμαστές και παράξενες φαντασιώσεις», ωστόσο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι είναι «… συχνά λιγότερο ευχάριστο και περισσότερο αποτροπιαστικό όταν το κοιτάς».
Στην εποχή τους, οι εικόνες του Bosch ήταν οικείες στους συγχρόνους του και δεν αποτελούσαν αινίγματα, αλλά κάτι σαν “βιβλία με εικόνες”, που μπορούσε κανείς να τα διαβάσει και να τα καταλάβει. Όταν η παράδοση και οι συνθήκες που επέτρεπαν την κατανόησή τους, έπαψαν να υπάρχουν, προέκυψε η ανάγκη για ερμηνεία τους, γι’ αυτό σήμερα παραμένουν μυστηριώδεις για μας. Οι μελετητές αντιλήφθηκαν ότι η τέχνη του Bosch διαθέτει βαθύτερο νόημα και στράφηκαν σε κάποια ανίχνευση του κόσμου του ασυνείδητου, για να φτάσουν στον 20ο αιώνα να επιχειρούν μία “εξήγησή” τους με τη βοήθεια της ερμηνευτικής των ονείρων. Μερικοί συγγραφείς θεώρησαν τον Bosch ως ένα είδος σουρεαλιστή (έναν Νταλί του 15ου αιώνα), ο οποίος ανέσυρε τις δαιμονικές μορφές του από το υποσυνείδητο. Όμως ουσιαστικά, πολλά από τα σύμβολα -που αφθονούν στου πίνακες του Bosch- έχασαν οριστικά τις έννοιές τους, άλλαξαν το νόημά τους ανάλογα με το πλαίσιο, και ερμηνεύονταν διαφορετικά από διαφορετικές πηγές.
Στην Αλληγορία της Βουλιμίας και της Λαγνείας (Allegory of Gluttony and Lust, περ. 1495-1500, 35,9×31,4 cm, Yale University Art Gallery, New Haven, Connecticut, USA), ο Bosch εκφράζει ακόμα μία φορά την άμεση σχέση Βουλιμίας και Λαγνείας στο μεσαιωνικό σύστημα ηθικών αξιών. Η βουλιμία προσωποποιείται από τους κολυμβητές πάνω αριστερά, που εμφανίζονται συγκεντρωμένοι γύρω από ένα μεγάλο βαρέλι με κρασί, πάνω στο οποίο κάθεται ένας κοιλαράς. Ένας άλλος άντρας κολυμπάει κοντά στην ακτή, όπου έχει αφήσει τα ρούχα του. Στο κεφάλι του κουβαλάει μία κρεατόπιτα, εξαιτίας της οποίας δεν μπορεί να δει καλά. Δεξιά, κάτω από μία τέντα, απεικονίζεται ένα ζευγάρι εραστών, που επιδίδεται στην οινοποσία.
Ο συγκεκριμένος πίνακας αποτελεί το ένα από τα δύο κομμάτια, τα οποία σχημάτιζαν την αριστερή πτέρυγα ενός τρίπτυχου (τώρα αποσυναρμολογημένου). Το 2ο κομμάτι, με τίτλο το Πλοίο των Τρελών, βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι. Οι δύο πίνακες συμβολίζουν τη Λαιμαργία, μία από τις επτά θανάσιμες αμαρτίες. Η δεξιά πτέρυγα του τρίπτυχου, με θέμα τον Θάνατο του Φιλάργυρου που συναντάται στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον, ενσαρκώνει την Απληστία. Ο κεντρικός πίνακας, που έχει χαθεί, πιθανότατα αντιπροσώπευε τα εναπομείναντα αμαρτήματα.
Ο μεσαιωνικός άνθρωπος ήταν εξοικειωμένος με τις ηθικούς συμβολισμούς που παρουσιάζονται στην Αλληγορία της Βουλιμίας και της Λαγνείας. Κατά τον Μεσαίωνα, οι ηθικολόγοι δεν κουραζόταν ποτέ να επαναλαμβάνουν στους ακροατές τους ότι η Βουλιμία και η Μέθη οδηγούν στη Λαγνεία. Επιπλέον, πασίγνωστη ήταν η φράση του Ρωμαίου κωμικού ποιητή Τερέντιου (185-159 π.Χ.) «Sine Cerere et Libero friget Venus», (Χωρίς τη Δήμητρα και τον Βάκχο, η Αφροδίτη παγώνει). Η φράση, που προέρχεται από την κωμωδία του Τερέντιου Eunuchus, συναντάται στις ελληνικές παροιμίες ως «χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί, παγώνει κι η αγάπη» ή σύμφωνα με πολλές γερμανικές παραλλαγές: • «χωρίς ψωμί και κρασί, η Αφροδίτη είναι νεκρή», • «χωρίς χαρά και μπύρα, η Αφροδίτη είναι αδύναμη», • «χωρίς ψωμί και χωρίς κρασί, η αγάπη δεν μπορεί να λάμψει». Ακόμη και ο Shakespeare στη Δωδέκατη Νύχτα, χρησιμοποιεί την έκφραση «…cakes and ale» ως συνώνυμο της καλής ζωής. Ιδιαίτερα, κατά τη νεότερη περίοδο που ακολουθεί τα τέλη του Μεσαίωνα, το απόφθεγμα του Τερέντιου ενέπνευσε πληθώρα καλλιτεχνών. Ωστόσο, παραμένοντας στην εποχή του Bosch, το φαγοπότι και η ευδιαθεσία καυτηριάζονται ως παράγοντες που δημιουργούν έναν κόσμο αλλόκοτο και αμαρτωλό. Έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος δεν μπορεί να δει καλά, κάνει τρέλες και δεν μπορεί να ελέγξει τις επιθυμίες του.
Σήμερα, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγουμε σε σύγχρονες ερμηνευτικές προσεγγίσεις των φανταστικών εικόνων του Bosch, ο αναφερόμενος αλληγορικός πίνακας θα μπορούσε να ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των έργων που στέλνουν το μήνυμα της υπεύθυνης κατανάλωσης αλκοόλ. Όπως, άλλωστε, έχουμε ήδη συναντήσει σε αυτή τη στήλη, στις ιστορίες-σχόλια του Hogarth πάνω στα ήθη της εποχή του, αλλά και μέσα από τα έργα των Beardsley, Raetz και Vermeer.
Πηγές:
- https://artgallery.yale.edu/collections/objects/43515
- https://en.wikipedia.org/wiki/Sine_Cerere_et_Baccho_friget_Venus
- Gombrich, E.H. (2000). Το Χρονικό της Τέχνης. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Μορφωτικής Τραπέζης.
- Bosing, W. (2004). Ιερώνυμος Μπος. Μεταξύ Παράδεισου και Κόλασης. Taschen/Γνώση.
- Ρηντ, Χ. κ.ά. (1986). Λεξικό Εικαστικών Τεχνών. Αθήνα: Υποδομή.
- Χόνορ, Χ. & Φλέμινγκ, Τζ. (1993). Ιστορία της Τέχνης, Τ. 3. Αθήνα: Υποδομή.
- Τόμος 37: Μπος, στο Art Gallery (2003). DeAgostini Hellas