Mona Lisa

Προσεγγίζοντας τη Mona Lisa

Κωνσταντίνα ΠατσιαλούArt in article, independent.gr

Το γνώριζα ότι “δεν θα προλαβαίναμε να τα πούμε”. Ήταν τόσοι πολλοί οι “θαυμαστές” και τόσο μεγάλος ο συνωστισμός, που το μόνο που ήθελα ήταν να της ανταποδώσω το χαμόγελο. Σαν έναν φόρο τιμής σε εκείνη και τον δημιουργό της, που έχουν καταφέρει να συνομιλήσουν μαζί μου σε όμορφες στιγμές καλλιτεχνικών αναζητήσεων αλλά και σε άλλες, δύσκολες προσωπικές στιγμές. Η ουρά του κόσμου ήταν αποθαρρυντική, ξεκινούσε από το -1 επίπεδο του Μουσείου του Λούβρου, κάτω από την Πυραμίδα, για να καταλήξει ποιος ξέρει που; Το διάσημο πορτρέτο δεν βρισκόταν στην αίθουσα 711, όπως αναφερόταν στον οδηγό, λόγω των ανακαινίσεων στη Salle des États. Ύστερα από μία ώρα ανοδικής πορείας με βήμα σημειωτόν, βρεθήκαμε στο 2ο επίπεδο της πτέρυγας Richelieu, στην Gallery Médicis (αίθουσα 801), όπου είχε μεταφερθεί προσωρινά ο πίνακας.

Louvre
Find me

Η περιπλάνηση “προς τα επάνω” έμοιαζε ότι δεν θα τελείωνε ποτέ. Σε όλη τη διαδρομή υπήρχαν ταμπελίτσες με το έργο που επρόκειτο να δούμε, ενώ κάποιες άλλες μας προετοίμαζαν: «Η Mona Lisa έχει πολλούς θαυμαστές. Θυμηθείτε να κρατήσετε την επίσκεψή σας σύντομη και γλυκιά, για να δώσετε σε όλους την ευκαιρία να τη γνωρίσουν. Ευχαριστούμε». Προκειμένου να φθάσουμε στην τελική αίθουσα, έπρεπε να περάσουμε από άλλες μικρότερες, να διασχίσουμε διαδρόμους, να ανεβούμε σκάλες, να κάνουμε όλα τα απαραίτητα ζικ-ζακ που μεγάλωναν την απόσταση έως τον τελικό προορισμό, και φυσικά να διαβάσουμε ξανά και ξανά τις ταμπελίτσες.  Το κείμενο μάς έπειθε ότι ήταν στο χέρι μας το πόση ώρα θα μέναμε με την αγαπημένη μας Λίζα, αλλά ως ευγενικοί επισκέπτες, δεν χρειαζόταν να καταχραστούμε τον χρόνο.

Short and sweet

Επιτέλους, φθάσαμε στον προορισμό μας, όμως, μπαίνοντας στο τεράστιο δωμάτιο 801, ήρθαμε αντιμέτωποι πρώτα με τα συναισθήματά μας. Είκοσι τέσσερις μνημειώδεις καμβάδες του Ρούμπενς, με επεισόδια από τη ζωή της βασίλισσας Μαρίας των Μεδίκων, στέκονταν στους τέσσερις τοίχους. Όσο κι αν “φώναζαν” για την προσοχή του κόσμου, δεν μπορούσαν παρά να αποτελέσουν το φόντο για τις αναρίθμητες φωτογραφίες που τραβήχτηκαν, με κύριο στόχο άλλοτε τον κόσμο και άλλοτε τη Mona Lisa.

Medici Gallery
Gallery Médicis

Η κατάσταση έμοιαζε με λαϊκό προσκύνημα, σε αυτήν την εντύπωση συνετέλεσε κατά πολύ και η προς τα άνω πορεία μας. Η ανεξάντλητη υπομονή, όμως, μετατρεπόταν σε ανυπομονησία, όταν οι τουρίστες έβλεπαν ότι μπορούσαν να περάσουν μόνο ένα λεπτό μπροστά από τη γυναίκα που τους καλούσε, πριν ζητηθεί από τους φύλακες να προχωρήσουν. Τα λίγα δευτερόλεπτα επιλέγονταν να ξοδευτούν, από τους περισσότερους θαυμαστές, στη λήψη φωτογραφιών και κυρίως στις σέλφι με τον πίνακα στο παρασκήνιο.

Η απόσταση από το διαχωριστικό μέχρι το γυάλινο κουτί όπου ήταν τοποθετημένο το έργο, τα εμπόδια του βλέμματος από τις οθόνες ανά χείρας, οι φύλακες που ρύθμιζαν την κίνηση, οι απεγνωσμένοι που ενώ έφταναν στην πηγή αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν την αίθουσα τρέχοντας ως μια ένδειξη αγανάκτησης, όλα αυτά ναι μεν δεν συντελούσαν στην ύπαρξη του απαραίτητου χώρου θέασης, όμως έδιναν χρόνο για σκέψη και προβληματισμό: Τι κάνω εδώ μέσα; Τι είμαι εδώ μέσα;

Στιγμιαία, απέκλεισα την έννοια του θεατή ενός έργου τέχνης. Ένιωσα, σαν σε μια θεατρική παράσταση που μόλις ξεκίνησε, αλλά που ο χώρος έπρεπε άμεσα να εκκενωθεί. Ωστόσο, με την έξοδό μου από την αίθουσα, αισθάνθηκα μια περίεργη ικανοποίηση γι’ αυτήν την πρωτόγνωρη εμπειρία, που ήμουν δηλαδή παρούσα σε ένα έργο το οποίο δεν “είδα”. 

Η περίπτωση του να μην είναι απαραίτητο να δει κανείς ένα έργο τέχνης, αρκεί να είναι εκεί που βρίσκεται το έργο, δεν διαφέρει και πολύ με ό,τι συνέβη 100 περίπου χρόνια πριν. Ήταν 21 Αυγούστου 1911, όταν η Mona Lisa κλάπηκε από το Λούβρο. Ο Vincenzo Peruggia, ελαιοχρωματιστής στο Μουσείο, είχε καταφέρει να αφαιρέσει και να φυγαδεύσει τον πιο διάσημο πίνακα στον κόσμο. Ή μάλλον, αυτή η ενέργεια είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας διασημότητας και μιας εικόνας που έχει αναπαραχθεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στην Ιστορία της Τέχνης. Η απαχθείσα κυρία βρισκόταν παντού, στον Τύπο, σε διαφημιστικά έντυπα, σε γελοιογραφίες και σε αντικείμενα, δίνοντας στο πρωτότυπο έργο ένα περίεργο κύρος. Μετά την κλοπή, πλήθος κόσμου συνέρρεε στο Λούβρο, για να δουν τον άδειο τοίχο πάνω στον οποίον κρεμόταν κάποτε ο πίνακας.  

Κοινωνιολογικές και ψυχαναλυτικές μελέτες έχουν προσπαθήσει να εξηγήσουν την εμμονή των ανθρώπων να κοιτάξουν τον κενό χώρο που δημιούργησε η απομάκρυνση του πίνακα. Και έχουν ξοδέψει αρκετό μελάνι, για να αναλύσουν τις υποτιθέμενες αιτίες της παράξενης λαχτάρας να παρευρεθεί κανείς δίπλα σε κάτι που δεν υπάρχει! Ο ψυχαναλυτής Darian Leader αναφέρει στο βιβλίο του Η κλοπή της Mona Lisa. Εικόνες-σύμβολα της ανθρώπινης επιθυμίας: «Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο κριτικός Χάρολντ Ρόζενμπεργκ παρατήρησε ότι, σε πολλούς κύκλους, η τέχνη είχε καταλήξει να είναι μέρος του περιβάλλοντος και όχι κάτι που το κοιτάς: δεν ήταν απαραίτητο να το περιεργάζεσαι, το μόνο που χρειαζόταν ήταν να ξέρεις ότι βρίσκεται εκεί».

Ποιος ρώτησε, όμως, τον θεατή τον λόγο για τον οποίο βρισκόταν εκεί, τότε αλλά και τώρα; Στην έξοδο από την αίθουσα 801 δεν γινόταν κάποια έρευνα με ερωτήματα όπως: Απολαύσατε τη Mona Lisa; Τι σας άρεσε περισσότερο; Είδατε τα κρυμμένα μυστικά της; Παρατηρήσατε τη θαυμάσια τεχνική του Leonardo Da Vinci; Πιστεύετε ότι το βλέμμα της σας παρακολουθεί; Φυσικά, τέτοια ζητήματα δεν χρειάζεται να τεθούν, αφού οι απαντήσεις είναι γνωστές: Κανείς δεν πρόλαβε να δει τίποτα. Ναι, το βλέμμα μάς παρακολουθεί (προσωπικά πιστεύω ότι σχεδόν όλα τα en face πορτρέτα μας παρακολουθούν, γιατί όχι ένα αριστούργημα;). Η μοναδική, ίσως, ερώτηση που θα είχε ενδιαφέρον έχει να κάνει με το ποιος θεωρείται ότι είναι ο ρόλος του θεατή απέναντι στο έργο, και δεν εννοώ ποια είναι η ερμηνεία που δίνει σε αυτό, αλλά ποιος πιστεύει ότι είναι ο λόγος της εκεί παρουσίας του.         

Η Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου είχε κάποτε διοργανώσει μία αναδρομή στο έργο του Claude Monet. Στην πραγματικότητα, τα εκθέματα ήταν οι άνθρωποι που δεν είχαν ιδέα ότι αποτελούσαν θέμα ενός έργου τέχνης, την ώρα που οι πίνακες του Monet ήταν απλώς το δόλωμα. Τα συγκεντρωμένα πλήθη βρίσκονταν εκεί για να αποτελέσουν το αντικείμενο πινάκων που σχεδιάστηκαν μετέπειτα. Οι επισκέπτες εξετάζουν τον πραγματικό λόγο για τον οποίο βρίσκονται σε έναν χώρο, όταν δεν μπορούν να κατανοήσουν το γιατί.

Ο Leader σχολιάζει σχετικά με το έργο τέχνης, ότι «αντί να θέσουμε δύο όρους, τον θεατή και το αντικείμενο, έχουμε τουλάχιστον τρεις: τον θεατή, το αντικείμενο και ένα τρίτο μέρος που κοιτάζει τον θεατή». Αυτό το τρίτο μέρος, ωστόσο, έχει πολλές παραμέτρους, στην Gallery Médicis. Πρόκειται για τους υπόλοιπους θεατές, τους φύλακες ή τις κάμερες; Αφορά σε έναν ερευνητή που πειραματίζεται με το βλέμμα μας ή σε έναν άλλον καλλιτέχνη που έχει δημιουργήσει μία installation της οποίας αποτελούμε μέρος; Ο θεατής δεν προλαβαίνει να δει, όμως άπειρα μάτια -φυσικά και μηχανικά- αποκωδικοποιούν τις κινήσεις και τα συναισθήματά του.

Η ικανοποίηση που ένιωσα με την απομάκρυνσή μου από τον χώρο, ίσως να οφείλεται στο ότι αισθάνθηκα την ικανοποίηση του ίδιου του Da Vinci, που προκύπτει από την αδυναμία μας να δούμε. Διότι ο ζωγράφος βλέπει τις εικόνες του με διαφορετικό τρόπο από αυτό που εμείς, ως θεατές, καταφέρνουμε να αντιληφθούμε. Η Mona Lisa έχει άπειρο χρόνο για να μας κοιτάξει, σε αντίθεση με εμάς. Αυτή είναι η εκδίκηση του ευφυούς καλλιτέχνη που βαρέθηκε την υπερανάλυση του αγαπημένου του πορτρέτου, από πλήθος επιστημονικών κλάδων:

  • Είναι η Mona Lisa η Lisa Gherardini, σύζυγος του Francesco del Giocondo;
  • Είναι το μοντέλο του πίνακα ο ίδιος ο Da Vinci;
  • Μήπως πρόκειται για έναν καθρέφτη;
  • Έχει ανακαλυφθεί πράγματι, μέσω Η/Υ, το περίγραμμα του προσώπου του Ντα Βίτσι επάνω στη γυναικεία φιγούρα, όπως ισχυρίστηκαν οι ειδικοί το 1987;
  • Ή μήπως τελικά υπάρχουν τρία άλλα γυναικεία πορτρέτα κάτω από το τελικό, όπως προέκυψε από μία ψηφιοποίηση του 2004;
  • Εμφανίζονται στο δεξί μάτι της γυναίκας, τα αρχικά του καλλιτέχνη L.V.;
  • Γιατί το δέρμα της έχει κίτρινο χρώμα;
  • Έπασχε από υποθυρεοειδισμό;
  • Γιατί οι γιατροί είδαν στο χαμόγελό της την ψυχολογική κατάσταση ενός ασθματικού ή ενός βαρήκοου ή μιας εγκυμονούσας;
  • Πρόκειται για την προσπάθεια του Da Vinci να αναβιώσει το χαμένο χαμόγελο της αγαπημένης του μητέρας;
  • Γιατί η Mona Lisa χαρακτηρίστηκε ως  μια σύγχρονη femme fatale, με μοχθηρό και επικίνδυνο χαμόγελο;
  • Ήταν το μοντέλο μια μοιραία και αινιγματική γυναίκα ή μήπως ήταν απλά όμορφη και μελαγχολική;
  • Γιατί οι βράχοι στο τοπίο δεν είναι συμμετρικοί;
  • Γιατί ο καλλιτέχνης ζωγράφισε ένα εξωπραγματικό τοπίο;
  • Είναι ο πίνακας ανολοκλήρωτος ή ολοκληρωμένος;
  • Είναι η γυναίκα τόσο γλυκιά όσο τα σοκολατάκια;

Δεν ήταν μόνο η κλοπή με την οποία η Mona Lisa έχασε την αρχική της θέση. Ήταν και η αναπαραγωγή του πίνακα που συνετέλεσε στην απόσπαση της εικόνας από τον χώρο της. Κάθε φορά που η μορφή αναπαράγεται, τόσο καταστρέφεται η μοναδικότητά της. Ο κριτικός τέχνης John Berger σχολίασε ότι η καταστροφή της μοναδικότητας μιας εικόνας έχει σαν αποτέλεσμα την αλλαγή του νοήματος. «Ή, επικρατέστερα, το νόημα της πολλαπλασιάζεται και κομματιάζεται σε πολλά νοήματα. Ο πίνακας εισχωρεί στο σπίτι του κάθε θεατή»… «Ταυτόχρονα εισχωρεί σε εκατομμύρια άλλα σπίτια και στο καθένα από αυτά, εντάσσεται σε διαφορετικό πλαίσιο»… «ο πίνακας ταξιδεύει τώρα προς τον θεατή και όχι ο θεατής προς τον πίνακα. Στα ταξίδια του, το νόημά του διαφοροποιείται». Το αντικείμενο τέχνης χάνει την αποκλειστικότητά του, και με έναν μυστηριώδη τρόπο αποκτά συμβολικά νοήματα.

Κατά την άποψή μου, όσο μεγαλύτερη ανάλυση γίνεται σε ένα έργο τέχνης, τόσο το δημιούργημα γίνεται πιο απρόσιτο. Όσο αυτό μετατρέπεται σε ένα σύμβολο, με άπειρα σημαινόμενα που τελικά επικρατούν, τόσο απομακρυνόμαστε από το πραγματικό σημαίνον. Θεωρούμε το αντικείμενο ως κάτι διαφορετικό. Ακόμα και ο αλεξίσφαιρος υαλοπίνακας και οι ζώνες ασφαλείας οριοθετούν νέα πλαίσια. Το κατασκευασμένο σύμβολο είναι εκεί για να δώσει δυνάμεις στις φωτογραφημένες υπάρξεις μας. Το σημείο, όμως, στο οποίο έγκειται η εξαπάτηση του θεατή, είναι το γεγονός ότι ο ίδιος δεν ακολουθεί τον δικό του ρυθμό, αλλά καθοδηγείται, για να αποτελέσει εν τέλει ένα ακόμα νούμερο στο φαινόμενο της ποσοτικής καταμέτρησης επισκεπτών. Το 1963, όταν η Mona Lisa εκτέθηκε στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, οι επισκέπτες μπορούσαν να την κοιτάξουν μόνο μέχρι τρία λεπτά. Ενώ στο δεύτερο ταξίδι της, το 1974, στο Εθνικό Μουσείο του Τόκιο, δόθηκαν στους λάτρεις της  μόνο δέκα δευτερόλεπτα!

Ο ιστορικός τέχνης Nicholas Serota, αναφερόμενος στον τρόπο με τον οποίο εκτίθεται η τέχνη στα σύγχρονα μουσεία, παρατηρεί ότι «Σε μια εποχή που η τέχνη “καταναλώνεται” από ολοένα και πιο ευρύ κοινό, τα μουσεία και οι πινακοθήκες δεν μπορούν να παραμένουν παθητικοί χώροι έκθεσης», αλλά «οφείλουν να μετατραπούν σε τόπους εμπειριών, όπου ο επισκέπτης καλείται να χρησιμοποιήσει όχι μόνο τα μάτια του αλλά και το μυαλό του». Το μουσείο, επομένως, είναι ο τρίτος αλλά εξίσου σημαντικός συντελεστής που επηρεάζει καταλυτικά το νόημα του έργου τέχνης. Η αύξηση του αριθμού επισκεπτών συνεπάγεται μεν την αύξηση των κερδών ενός μουσείου, και ανάλογα της εμπορικής αξίας του αντικειμένου.

Εντούτοις, ένα κοινό που συνωστίζεται, δεν είναι ικανό να γνωρίσει τον κόσμο του καλλιτέχνη και το νέο σύμπαν που αναπτύσσεται μπροστά του. Τα βλέμματα (του μοντέλου, του δημιουργού, του θεατή) χάνονται μπροστά στη βιομηχανοποιημένη θέαση. Ο περιορισμένος χρόνος δίνει περισσότερο χώρο στην αποδοχή των αντιλήψεων που προωθούνται μέσω ερευνών. Ο θεατής δεν προλαβαίνει να αναγνωρίσει τις λανθασμένες αντιλήψεις και να του αποκαλυφθούν τα δικά του μυστικά. Η περισυλλογή γίνεται άγνωστη έννοια.

Ίσως γι’ αυτό, όταν κάποιοι ρωτούν τους φίλους τους που επισκέφθηκαν το Μουσείο, πώς τους φάνηκε ο πίνακας της Mona Lisa, πολλοί απαντούν απλά ότι το μέγεθός του ήταν μικρό (!!!), μικρότερο από ό,τι τον περίμεναν!

Αν μπορούσε, η Mona Lisa θα είχε φύγει ξανά, αυτή τη φορά από μόνη της! Ίσως, και να το έχει κάνει ήδη…  


Πηγές:

  • https://www.louvre.fr/en/mona-lisa-temporarily-display-galerie-medicis
  • Leader, Darian. Η κλοπή της Mona Lisa. Εικόνες-σύμβολα της ανθρώπινης επιθυμίας. Mετάφραση: Μαρία Σπηλιοπούλου. Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος. 2005.
  • Berger, John. Η εικόνα και το βλέμμα : Δοκίμια βασισμένα στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά του BBC, με τον John Berger. Mετάφραση: Ζαν Κονταράτου. Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας. 1986.
  • Serota, Nicholas. Εμπειρία ή ερμηνεία: Το δίλημμα των μουσείων μοντέρνας τέχνης. Mετάφραση: Ανδρέας Παππάς. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα. 1999.

Φωτογραφίες: Κωνσταντίνα Πατσιαλού

Διαβάστε ακόμη: Η επαναφορά του χαμόγελου