15/11/2013
Όταν ταξιδεύεις από μικρός και θυμάσαι, μεγαλώνοντας, τα μέρη που έχεις επισκεφθεί, οι μνήμες πλημμυρίζουν περισσότερο με νοσταλγία, παρά με τις πραγματικές εικόνες που έχεις αντικρίσει. Προσωπικά, θυμάμαι πιο πολύ εκείνες τις επισκέψεις και ιδιαίτερα εκείνες τις στιγμές που αιχμαλώτισε ο φακός της φωτογραφικής μου μηχανής. Γιατί εκείνες οι στιγμές μπορούσαν να παρουσιαστούν μπροστά μου, ξανά και ξανά, κάθε φορά που το επιθυμούσα, σκιάζοντας οτιδήποτε δεν προβαλλόταν για δεύτερη φορά. Κι όταν από ένα ταξίδι δεν υπάρχουν εικόνες για να ανατρέξω, νιώθω την ανάγκη της δεύτερης ευκαιρίας. Ώστε να αρπάξω καθετί που δίνει νόημα στον τόπο, να συγκεντρώσω τις εικόνες που θα αποτυπωθούν και δεν θα ξαναφύγουν.
Μία από αυτές τις περιπτώσεις είναι η Θεσσαλονίκη. Αν και την έχω επισκεφθεί στο αρκετά μακρινό παρελθόν, ωστόσο δεν θυμόμουν σχεδόν τίποτα. Δύο-τρία σημεία και αυτά σα να τα έχουν ζήσει άλλοι. Αυτή τη φορά, το ταξίδι στη συμπρωτεύουσα εδραιώθηκε στο μυαλό μου για τα καλά, κι ο λόγος δεν ήταν μόνο ο δικός μου φωτογραφικός φακός, αλλά ο συνδυασμός του με το 54ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Σε αυτό το Φεστιβάλ ανακάλυψα ότι ο θεατής δεν αποτελεί απλά μία μονάδα ενός παθητικού κοινού. Γιατί ο θεατής δεν καλείται απλώς να παρακολουθήσει μία προβολή, αλλά με τη συμμετοχή του αισθάνεται ότι παίρνει μέρος σε μία διαδικασία που της δίνει ζωή, κι αυτή με τη σειρά της τον τρέφει. Πρόκειται για μία αμφίδρομη σχέση. Ο κάθε θεατής μπορεί να δει όσες ταινίες αντέχει (οικονομικά, αλλά και σωματικά). Η διαδικασία στην οποία μπαίνει, προκειμένου να επιλέξει μία ταινία (ανάμεσα σε πολλές ταινίες, που προβάλλονται σε διαφορετικές αίθουσες, διαφορετικές μέρες και ώρες), είναι αποτέλεσμα ανάγνωσης, συζήτησης και κριτικής. Πρόκειται για ενέργειες στις οποίες επιστρέφει ακόμα και στο τέλος κάθε προβολής. Η ανάγνωση της υπόθεσης, γίνεται ανάγνωση συμπερασμάτων. Η συζήτηση προτάσεων από τους άλλους, γίνεται συζήτηση προτάσεων στους άλλους. Η κριτική των κριτών, γίνεται κριτική του κοινού, καθώς του δίνεται η δυνατότητα της ψήφου.
Οι sold out προβολές, οι ουρές στα εκδοτήρια των εισιτηρίων, τα πηγαδάκια και η αναγκαιότητα-δυνατότητα του σχολιασμού δημιουργούν μία εθιστική σχέση. Ο θεατής έχει ανάγκη να δει μία ακόμα ιστορία, που θα του μιλήσει, θα τον διδάξει, θα τον ταρακουνήσει, θα τον συγκινήσει, θα του αποκαλύψει τα κρυφά νοήματα. Θα του αποκαλύψει τα κρυφά μηνύματα; Η συζήτηση με τους σκηνοθέτες στο τέλος μίας προβολής αποκαλύπτει όχι τόσο τα μηνύματα του δημιουργού, όσο εκείνες τις σκέψεις που δημιουργήθηκαν στο μυαλό του θεατή, ακόμα κι αν αυτές είναι διαφορετικές. Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης της ταινίας Καληνύχτα, Sean H.A. Gallagher, σε μία συζήτηση που είχε με το κοινό, όταν ρωτήθηκε για το τέλος της ταινίας, απάντησε ότι αφήνει τον καθένα να επιλέξει αυτό που του ταιριάζει καλύτερα. Αυτοί οι διάλογοι που πραγματοποιούνται μέσα στην αίθουσα ενδυναμώνουν το κοινό. Τουλάχιστον έτσι ένιωσα εγώ. Βγαίνοντας από την αίθουσα, αισθάνθηκα ότι γνωρίζω περισσότερα, όχι επειδή “έκλεψα” κάτι από τη σκέψη του δημιουργού, αλλά γιατί ο ίδιος μου έδωσε το δικαίωμα να έχω τη δική μου άποψη. Για μένα είναι σημαντικό να γνωρίζω τους λόγους για τους οποίους εκφράζεται ένας καλλιτέχνης, όμως η ενεργοποίηση της σκέψης του θεατή και η ανάγκη του να συζητήσει τη σημασία των εικόνων και των ήχων είναι ίσως πολυτιμότερη.
Σε αυτό το ταξίδι, άλλοτε παρακολουθούσα το φακό του κάθε σκηνοθέτη κι άλλοτε κρατούσα το φακό του δικού μου φιλμ. Το παρελθόν εναλλάσσονταν με το παρόν κάθε στιγμή. Η εποχή που διαδραματίζονταν η κάθε ταινία και οι μετέπειτα διάλογοι, που την αφορούσαν, λειτουργούσαν κατ’ αντιστοιχία με τις επισκέψεις μου στις παλιές γειτονιές και αγορές, τα ιστορικά μνημεία, αλλά και τα παραδοσιακά ζαχαροπλαστεία και τις συζητήσεις γύρω από αυτά.
Τι είδα επομένως στη Θεσσαλονίκη; Είδα τις άλλες ταινίες μέσα στη δική μου, αλλά και τη δική μου ταινία μέσα στις άλλες. Μα πιο πολύ είδα την ανάγκη του ανθρώπου να εκφράζεται, είτε αυτός είναι ο σκηνοθέτης, είτε ο ηθοποιός, είτε ο θεατής, σε μία ατέρμονη εναλλαγή ρόλων. Αυτούς του ρόλους έπαιξα κι εγώ στην προσπάθειά μου να αποκωδικοποιήσω τα μηνύματα που λάμβανα, αλλά και να κωδικοποιήσω τα δικά μου, ώστε η Θεσσαλονίκη να παραμείνει δέσμια στη μνήμη μου.
Δημοσιεύθηκε στο independent.gr