Η τραπεζαρία

Κωνσταντίνα ΠατσιαλούArt in article, huntingspirits.tv

Ο Γάλλος ζωγράφος Paul Signac (1863-1935)ήθελε να γίνει συγγραφέας, αλλά αποφάσισε να ασχοληθεί με τη ζωγραφική, αφού ήρθε σε επαφή με τους πρώτους ιμπρεσιονιστικούς πίνακες του Claude Monet. Ο Signac ήταν αυτοδίδακτος, κι εξάσκησε τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες μέσα από πολλές ώρες σχεδίασης και πειραματισμού. Ξεκίνησε την καριέρα του ως ιμπρεσιονιστής, όμως, η συνάντηση με τον ζωγράφο Georges Seurat το 1884 άλλαξε τη ζωή του. Ο Signac έγινε στενός του φίλος και εντυπωσιάστηκε από τις θεωρίες χρώματος του Seurat. Μαζί πραγματοποίησαν έρευνα για το χρώμα και τις επιπτώσεις των χρωματικών αντιθέσεων, και ανέπτυξαν ένα σύστημα χρωματικής αρμονίας χρησιμοποιώντας μία χαρακτηριστική τεχνική διαχωρισμένων κηλίδων και κουκκίδων. Με αφετηρία τη μέθοδο ζωγραφικής του ιμπρεσιονισμού, μελέτησαν την επιστημονική θεωρία της χρωματικής όρασης και δημιούργησαν τις εικόνες τους με την παράθεση μικρών κουκκίδων καθαρού χρώματος, όπως ένα ψηφιδωτό. Προέκυψε, έτσι, ένα νέο στυλ ζωγραφικής που έγινε γνωστό ως πουαντιγισμός (pointillism) ή στιγματογραφία. Ο όρος προέρχεται από το γαλλικό point που σημαίνει στίγμα, σημείο, τελεία.

Ο πουαντιγισμός έχει τη βάση του στην ανακάλυψη του νόμου των συγχρόνων αντιθέσεων από τον Γάλλο χημικό M. E. Chevreul. Η τεχνική αυτή συνίσταται στο να αναλύεται το “καθαρό φως” στα “καθαρά χρώματα” του φάσματος που το συνθέτουν. Ο ζωγράφος δεν αναμειγνύει τις χρωστικές ουσίες στην παλέτα του, αλλά παραθέτει στον μουσαμά τα καθαρά χρώματα, με τη μορφή στιγμάτων, το ένα δίπλα στο άλλο. Οι επιφάνειες των ζωηρών χρωματικών κηλίδων, όταν παρατηρηθούν από τη σωστή απόσταση, αναπαράγουν τα σχήματα και ανασυνθέτουν τις χρωματικές αποχρώσεις μέσα στο μάτι του θεατή, σε ένα “οπτικό μείγμα”, χωρίς να χάσουν την ένταση και τη λάμψη τους.

Ο βασικός σκοπός του μεταϊμπρεσιονιστικού κινήματος του πουαντιγισμού ήταν να διατηρήσουν τα χρώματα όλη τους την αυθεντικότητα και τη ζωντάνια, και να παραχθούν πιο πλούσια και πιο λεπτά χρωματικά εφέ από εκείνα που μπορούν να επιτευχθούν με τις συμβατικές τεχνικές ζωγραφικής. Ειδικά όταν τα αντιπαρατιθέμενα χρώματα ήταν συμπληρωματικά (κόκκινο-πράσινο, κίτρινο-βιολετί, πορτοκαλί-γαλάζιο κ.λπ.) υπήρχε η προσδοκία ότι η φωτεινότητα του πίνακα θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Η συγκεκριμένη τεχνική ονομάστηκε και ντιβιζιονισμός (divisionism) ή διαιρετισμός, καθώς και νέο-ιμπρεσιονισμός -προσωπικά προτιμώ τον όρο πουαντιγισμό-.

Ο Signac στο έργο του Η Τραπεζαρία (La salle à manger, 1886-1887, 89,5×116,5 cm, Kröller-Müller Museum – Otterlo, Netherlands), απεικονίζει μία γυναίκα και έναν μεγαλύτερο σε ηλικία άνδρα να κάθονται σε ένα τραπέζι. Η οικιακή βοηθός τους φέρνει την αλληλογραφία. Το δωμάτιο της τραπεζαρίας ανήκει στην πραγματικότητα στην οικογένεια του καλλιτέχνη και οι εικονιζόμενοι είναι η μητέρα, ο παππούς και η οικονόμος του Signac. Ενώ το θέμα έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός άνετου αστικού νοικοκυριού, οι φιγούρες συνυπάρχουν στο τραπέζι του γεύματος σε μία ατμόσφαιρα χωρίς επικοινωνία. Παρουσιάζονται μετωπικά ή σε προφίλ και μοιάζουν μετά βίας να έχουν σάρκα και οστά, ενώ απουσιάζει οποιαδήποτε έκφραση. Η κίνησή τους είναι αυστηρή και άκαμπτη, και καθένας δείχνει να είναι απορροφημένος στις σκέψεις του. Η πλήρης έλλειψη αλληλεπίδρασης μεταξύ των προσώπων δίνει σε αυτήν τη συνηθισμένη, καθημερινή σκηνή μια αμήχανη ατμόσφαιρα. Άλλωστε, ο Signac δεν σκόπευε να απεικονίσει τα πορτρέτα των οικείων του, αλλά να τους παρουσιάσει ως παραδείγματα μιας διαχρονικής μπουρζουαζίας. Υπό την έννοια αυτή, ο πίνακας είναι επίσης ένα κριτικό σχόλιο για την αυταρέσκεια της αστικής ζωής και τον αυταρχικό καπιταλισμό που απορρίφθηκε από τον καλλιτέχνη.

Ο Signac προσεγγίζει με επιστημονική αυστηρότητα το θέμα. Τα περιγράμματα αποφεύγονται και επικρατεί μία αυστηρή διάταξη οριζόντιων και κατακόρυφων αξόνων για την οργάνωση του χώρου και την τοποθέτηση των μορφών. Πειραματίζεται, ωστόσο, με ενθουσιασμό με την επίδραση των συμπληρωματικών χρωμάτων, κυρίως με το ζεύγος πορτοκαλί-μπλε. Τοποθετεί τα χρώματα στον καμβά, σε μικρές κουκκίδες και σε διαφορετικές αναλογίες, ώστε ιδωμένες από απόσταση να δίνουν το χρώμα που επιδιώκει κάθε φορά. Για παράδειγμα, περισσότερες πορτοκαλί και λιγότερες μπλε κουκκίδες συνθέτουν την εικόνα της καράφας, αλλά η σκιά της πλάθεται χρησιμοποιώντας περισσότερα μπλε στίγματα. Αυτή η ζωηρή αντίθεση, υπολογισμένη σαν με μαθηματικό τρόπο δημιουργεί μία πλήρη και ενοποιημένη εικόνα, που μόνο παρατηρώντας την από κοντά θα μπορούσε να αποκαλύψει τα μυστικά της. Όπως συμβαίνει με τα εικονοστοιχεία μίας ψηφιακής εικόνας, οι κουκκίδες συγχωνεύονται σε μία ολότητα, όμως, με την πουαντιγιστική μέθοδο με την οποία τοποθετούνται προσεκτικά, δίνουν την εντύπωση μίας θαυμάσιας χρωματικής αρμονίας.

Η Τραπεζαρία του Signac παρουσιάζει ένα συνηθισμένο πρωινό της οικογένειάς του, με τον πρωταγωνιστικό ρόλο στα ποτά να έχουν το νερό και το τσάι. Εντούτοις, η ενθουσιώδης διάθεση του καλλιτέχνη να προκαλέσει το βλέμμα του θεατή, θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την εμπνευσμένη διαδικασία ανάμειξης συστατικών για τη δημιουργία κοκτέιλ. Μαθηματικοί υπολογισμοί πραγματοποιούνται και φυσικοχημικές αντιδράσεις συντελούνται κατά την παραγωγή παραδοσιακών αλλά και νέων γευστικών συνδυασμών, προκειμένου ο εγκέφαλος να λαμβάνει τα σήματα που αποκωδικοποιούν ευχάριστες γεύσεις και αρώματα. Σήμερα, στον καμβά των κοκτέιλ, όλο και περισσότεροι πειραματισμοί αναθεωρούν τον τρόπο με τον οποίον συνδυάζονται τα συστατικά, με σκοπό να διατηρήσουν όλη τους την αυθεντικότητα και τη ζωντάνια και «να προκύψουν πολυδιάστατοι γευστικοί συνδυασμοί μεγάλης αρωματικής εμβέλειας και βάθους». Ίσως σε κάποιους να έρχονται στον νου οι σύγχρονες μοριακές τεχνικές γαστρονομίας. Όμως, θα επέλεγα να χαρακτηρίσω αυτές τις εκρηκτικές γευστικές εκπλήξεις ως πουαντιγιστικές!


Πηγές: