30/04/2016
Η Μεγάλη Εβδομάδα είναι μια περίοδος μελαγχολική, καθώς είναι μια εβδομάδα πένθους και περισυλλογής. Οι πιστοί αναβιώνουν τα Πάθη του Χριστού μέσα από τα Ευαγγέλια, και συμμετέχουν με νηστεία και προσευχή στην κατανυκτική ατμόσφαιρα των ημερών. Κάθε φορά που το Θείο Δράμα κορυφώνεται τη Μεγάλη Παρασκευή, η συγκίνηση είναι έντονη, ιδιαίτερα τη στιγμή της Αποκαθήλωσης αλλά και κατά τη μεταφορά του Επιταφίου. Παρατηρώ τα λυπημένα πρόσωπα, τα βουρκωμένα μάτια, κάποια δάκρυα που κυλούν την ώρα που οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα. Από μέσα μας πηγάζει το συναίσθημα της χαρμολύπης, ένα συναίσθημα λυτρωτικό που προκύπτει από την περιστασιακή παρουσία του θανάτου και από τον θρίαμβο της ζωής. Μία ψυχική διάθεση που φέρει τη θλίψη του αδιάκοπου αγώνα και τη χαρά της ελπίδας.
Γράφω γι’ αυτό το συναίσθημα, γιατί δεν πέρασαν πολλές μέρες που η θέαση μιας ταινίας μού προκάλεσε μία αντίστοιχη ψυχική κατάσταση, ένα σφίξιμο στο στομάχι από την αγωνία και τη μελαγχολία, καθώς και μία προσμονή ότι κάτι καλό θα συμβεί. Παρακολούθησα τον αγώνα ενός τίμιου ανθρώπου που αγαπούσε τους συνανθρώπους του. Τη δύναμη που είχε μέσα του να μην υπολογίζει το θάνατο, αλλά να συγχωρεί και να παλεύει για την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης. Για κίνητρο είχε μόνο τη συνείδησή του και πίστευε ότι με αυτή και μόνο θα μπορούσε να αλλάξει την κοινωνία. Γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν ηλίθιο.
Ο Ηλίθιος (Durak – 2014) είναι μία ταινία που αναφέρεται στον Dima (Artyom Bystrov), έναν ειλικρινή, τίμιο και ιδεαλιστή απλό άνθρωπο, που εργάζεται ως υδραυλικός, ενώ παράλληλα σπουδάζει για να αποκτήσει δίπλωμα μηχανικού. Ένα βράδυ, καλείται για μία επείγουσα επισκευή σωληνώσεων, σε ένα από τα εξαθλιωμένα διαμερίσματα μιας παλιάς εργατικής πολυκατοικίας. Όμως, μία κάθετη ρωγμή στον τοίχο, η οποία ξεκινά από τη βάση έως τον ένατο όροφο, αποκαλύπτει σοβαρές δομικές ζημιές, που απειλούν να καταστρέψουν ολόκληρο το κτήριο σε λιγότερο από 24 ώρες.
Στην προσπάθειά του να εκκενώσει το κτήριο, προκειμένου να σώσει τη ζωή 800 περίπου ανθρώπων που διαμένουν σ’ αυτό, ο Dima έρχεται σε επαφή με τη Δήμαρχο της πόλης, τη Nina Galaganova (Natalya Surkova), την ώρα που η ίδια γιορτάζει τα 50α γενέθλιά της. Στο πάρτι παρευρίσκονται οι αρμόδιες δημοτικές αρχές (αντιπρόσωποι της πολεοδομίας, της πυροσβεστικής, της αστυνομίας, των νοσοκομείων κ.λπ.), τις οποίες και προσπαθεί να κινητοποιήσει. Όμως, ο Dima αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται αντιμέτωπος με το διεφθαρμένο σύστημα των αρχόντων της τοπικής κοινωνίας.
Ο σκηνοθέτης Yury Bykov, που υπογράφει και το σενάριο της ταινίας, δημιουργεί ένα πολιτικό θρίλερ, με το οποίο σατιρίζει τον ολιγαρχικό πλούτο και αποδίδει δεξιοτεχνικά την αντίθεση της φανταχτερής ζωής της άρχουσας τάξης με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης της μάζας. Επιλέγει για σκηνικό, από τη μία, τις ευρύχωρες λαμπερές αίθουσες της εξουσίας και, από την άλλη, τους στενούς και περιορισμένους χώρους των ετοιμόρροπων κατοικιών. Η ταινία, που κέρδισε 15 βραβεία ενώ ήταν υποψήφια και για άλλα 10, διαδραματίζεται εξολοκλήρου τη νύχτα σε ένα σκοτεινό και ξεθωριασμένο φόντο, όπου η χρωματική παλέτα περιορίζεται στο κόκκινο, το μπλε και το λευκό, χρώματα που παραπέμπουν στη ρωσική σημαία. Στόχος του Bykov, όμως, δεν είναι να περιγράψει τη διαφθορά σε μία ρωσική πόλη, της οποίας το όνομα -άλλωστε- δεν αναφέρεται καθόλου. Η ρωγμή δεν απειλεί ένα κτηριακό συγκρότημα, αλλά τη δομή της ίδιας της κοινωνίας της Ρωσίας. Για μένα, ωστόσο, υπονοείται η επικίνδυνη κατάσταση στην οποία βρίσκεται μία οποιαδήποτε χώρα, όπου εξουσιάζουν η απάτη, η μίζα, η δωροδοκία, η κακοδιαχείριση και το ψέμα.
Μέσα στον ασφυκτικό χρόνο κατά τη διάρκεια του οποίου πρέπει να βρεθεί η λύση για την εκκένωση του πολυώροφου κτηρίου, οι χαρακτήρες αποκαλύπτουν όλο και περισσότερα στοιχεία, που βοηθούν τον σκηνοθέτη να εμβαθύνει στον κοινωνικό σχολιασμό του. Η τύχη της ζωής του πλήθους εξαρτάται από τις αποφάσεις των λίγων. Ο μικρόκοσμος των πολλών κρίνεται από τον ψευδόκοσμο των δήθεν. Μικρόκοσμος για τον καθένα που καλείται να αρκεστεί στο σάπιο, ανθυγιεινό και γεμάτο εξαρτήσεις πλαίσιο που του επιβάλλεται. Ψευδόκοσμος για εκείνους που ζουν σαν άρχοντες, γιατί θεωρούν ότι το αξίζουν, και σαν θεοί που καθορίζουν τις ζωές των άλλων.
Στο μέσο αυτών των κόσμων βρίσκεται ο Dima, που, δίνοντας μάχη με τον χρόνο, προσπαθεί να πείσει για το αυτονόητο. Χρησιμοποιεί τις γνώσεις του για να υπερασπιστεί τον άνθρωπο, σε αντίθεση με εκείνους που εκμεταλλεύονται τον άνθρωπο για να αναδείξουν τον εαυτό τους. Από την αρχή έως το τέλος της ταινίας, αποκαλείται συνεχώς ηλίθιος, ακόμα και από την οικογένειά του, αφού κάνει τα πάντα για να “ξυπνήσει” μία κοινωνία αποχαυνωμένη.
Μια κοινωνία υπνωτισμένη, παραδομένη στη διαπλοκή όπου πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν οι καταχρήσεις και το αλκοόλ. Η κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι κάτοικοι, συσχετίζεται με την έλλειψη αφύπνισης, με την ανικανότητα να βγει ο καθένας από την πνευματική εξάρτηση και αμάθεια, γεγονός που βολεύει τους εξουσιαστές. Με μαθηματική ακρίβεια, το κτήριο θα πέσει και θα τους πιάσει όλους στον ύπνο. Η ρωγμή είναι εκεί, εμφανής με το μάτι, κι όμως κανείς δεν τη βλέπει, ουδείς έχει τη γνώση και την αντίληψη για το προφανές. Στην αντίπερα όχθη, η δημοτική αρχή και οι καλεσμένοι στο πάρτι πίνουν ασταμάτητα. Το αλκοόλ που ρέει άφθονο, θολώνει το μυαλό, κάνει τις σκέψεις εφήμερες, τις συνειδήσεις ανύπαρκτες, γελοιοποιεί. Οι χαρακτήρες έχουν μια συμπεριφορά από γελοία έως αποκρουστική. Και όλοι πίνουν, για να νιώσουν καλύτερα, για να ξεχάσουν, να μη θυμούνται όσα θα πράξουν.
Ο Dima παρακολουθεί τα γεγονότα με μία ήρεμη δύναμη. Ενώ ο χρόνος τρέχει και είναι εις βάρος των κατοίκων, εκείνος υπομονετικά περιμένει ότι κάτι θα καταφέρει, κάποιος θα συγκινηθεί. Παρατηρεί, απορεί, ανέχεται να τον αποκαλούν ηλίθιο, ο ίδιος ξέρει ότι δεν είναι. Ορισμένες φορές τον χαρακτηρίζουν και σαν ανακατώστρα, γιατί τους ξεβολεύει από τα συνηθισμένα όπου ο ένας χαϊδεύει τα αυτιά του άλλου. Η αγωνία του τους βάζει να τρώγονται, να βγάζουν τα άπλυτά τους στη φόρα, να αλληλοκατηγορούνται, να βρίζονται, να σκοτώνονται. Να εξομολογούνται τις αμαρτίες τους, όχι για να ζητήσουν άφεση, αλλά για να δικαιολογήσουν τις αποτρόπαιες πράξεις τους: «Αν δεν αρπάξεις, ζεις σαν σκουλήκι» και «Η καλή ζωή δεν είναι για όλους. Αν τη μοιράσεις στα ίσα, κανείς δεν παίρνει τίποτα. Όλοι θα είναι εξίσου φτωχοί»…
Ο Ηλίθιος είναι ένα κάλεσμα για δράση ενάντια σε κάθε σύστημα που ευθύνεται για την κατάρρευση των κοινωνικών δομών και που έπειτα “νίπτει τας χείρας του”. Ανατριχιαστική είναι η τελική απεγνωσμένη προσπάθεια του Dima να ενημερώσει κάθε έναν κάτοικο για τον επερχόμενο κίνδυνο, μία σκηνή (με έναν πένθιμο μουσικό ρυθμό για φόντο) που η έντασή της κορυφώνεται με ένα δάκρυ να κυλά στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή. Θα μπορούσε να είναι ένα δάκρυ χαρμολύπης, τώρα πλέον μπορώ να εξηγήσω και τη δική μου συναισθηματική φόρτιση τη στιγμή που πέφτουν οι τίτλοι τέλους.
Για τον σκηνοθέτη, ο Dima είναι «ένας στρατιώτης με έναν συγκεκριμένο κώδικα, τη συνείδησή του. Τέτοιοι άνθρωποι είναι σπάνιοι σήμερα. Τους αποκαλούμε ρομαντικούς, αλτρουιστές, ιδεαλιστές ή απλά ανόητους και “ηλίθιους” για να δείξουμε ότι δεν συμπεριφέρνονται νορμάλ, σε μια εποχή που ο κυνισμός, ο φόβος και η αδιαφορία κυριαρχούν. Τέτοιοι “ηλίθιοι” υπάρχουν ακόμα στη χώρα μου και αυτό μου δίνει ελπίδα».