“Δέηση”

Κωνσταντίνα ΠατσιαλούArt in article, independent.gr

Η επίσκεψη στο «Μουσείο Κώστα Τσόκλη» στην Τήνο, είναι από εκείνες τις εμπειρίες που κατά την έξοδο αισθάνεσαι πιο πλούσιος συναισθηματικά, αφού γνωρίζεις το καινούργιο λιθαράκι που έχει προσθέσει ο εικαστικός Κώστας Τσόκλης στον κόσμο της Τέχνης. Το Μουσείο βρίσκεται στο χωριό Κάμπος, 7 χλμ από τη Χώρα της Τήνου, και  λειτουργεί για 10η χρονιά, μετά τη διαμόρφωση και επέκταση του πρώην Δημοτικού Σχολείου του χωριού. Κύριος στόχος του Μουσείου είναι να προβάλει το έργο του Τσόκλη και μέσω αυτού να φέρει σε επαφή το ευρύ κοινό με τη σύγχρονη τέχνη.

Ο Τσόκλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1930. Τα εργαλεία και οι τρόποι που χρησιμοποιεί για να εκφραστεί δημιουργικά είναι το σχέδιο, η φωτογραφία, οι εγκαταστάσεις, οι καθρέφτες, ο χώρος, αλλά και η «ζωντανή ζωγραφική» του, ένας συνδυασμός ζωγραφικής με βιντεοπροβολή, που επηρέασε σημαντικά την τέχνη της εποχής μας. Με την πληθώρα των μέσων με τα οποία καταπιάνεται, ο καλλιτέχνης καταγράφει πληροφορίες του καιρού του που τον προβληματίζουν, με την επιθυμία να πυροδοτήσει την ενέργεια των ανθρώπων και να αγγίξει τον συναισθηματικό τους κόσμο. Η Τέχνη ήταν εκείνη που ενδιέφερε και εξακολουθεί να ενδιαφέρει τον Τσόκλη. Δηλώνει εθισμένος, δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτή, υπάρχει μέσω της Τέχνης. «Αν δεν μιλήσω ή δεν φτιάξω ή έστω δω Τέχνη, νομίζω ότι δεν υπάρχω. Δεν έχει κανένα νόημα η ζωή, τουλάχιστον για μένα. Μπορεί να μην έχει νόημα και για τους άλλους η ζωή, χωρίς την Τέχνη σε όλες τις μορφές». (1)

Η συλλογή του Μουσείου έχει εμπλουτιστεί φέτος με τη νέα έκθεση με τίτλο «Δέηση», η οποία έχει ως θέμα το δέντρο σε διάφορες μορφές του. Από το 1973 έως σήμερα, το δέντρο αποτελεί για τον καλλιτέχνη, οδηγό σκέψης και πηγή έμπνευσης. Με το νέο του έργο, ο Τσόκλης δεν επιδιώκει την παθητική στάση των θεατών, εκείνων δηλαδή που απλώς απολαμβάνουν ένα εγχείρημα καμωμένο από τα χέρια του καλλιτέχνη, αλλά αποζητά την ενεργητική στάση τους και τους καλεί να δουν πέρα από την εικόνα. «Μου αρέσει να τους κυνηγάω, να τους βάζω απέναντι στην πραγματική τους συνείδηση, στην πραγματική τους ύπαρξη, την πραγματική τους υποχρέωση». (2)

Ο χώρος αποτελεί μία πρόκληση, καθώς το κοινό έρχεται αντιμέτωπο με την καταστροφή της φύσης αλλά και με την αναγέννησή της και την προσπάθεια να επιβιώσει σε έναν κόσμο-τραγωδία. Στις τρεις πλευρές της αίθουσας, τα έργα στους τοίχους ξεφεύγουν από τα όρια του κάδρου τους και ξεχύνονται στον φυσικό χώρο. Τα δέντρα αποκτούν -ή μάλλον έχουν- σώμα, κεφάλι, χέρια, κίνηση, φωνή. Συνομιλούν μεταξύ τους ή καλύτερα βγάζουν όλα μαζί, τους ίδιους ήχους της απόγνωσης. Οι 12 μορφές μοιάζουν με ανθρώπινες φιγούρες και θυμίζουν τον χορό μιας αρχαίας τραγωδίας. Με υψωμένα τα χέρια παρακαλούν τον Θεό, προσεύχονται σε μία δύναμη που θα τους ξαναδώσει ζωή.

Στην τέταρτη πλευρά, μπροστά από έναν καθρέφτη, τοποθετείται ένα μεγάλο ανθισμένο δέντρο, του οποίου τα φύλλα έχουν αποδοθεί επίσης με σκούρα χρώματα. Τους έχει αφαιρεθεί το διακριτικό στοιχείο των χρωμάτων τους, μόνο ένα φυλλαράκι είναι πράσινο, γιατί η ελπίδα είναι εκεί, αλλά απαιτείται το καθαρό βλέμμα, η ανοιχτή ματιά του κοινού και η διερεύνηση. Ο Τσόκλης, έχοντας ως βάση το αγαπημένο του δέντρο, χρησιμοποιεί τα παράγωγά του, χαρτί, ξύλο, δοκάρια από ράγες τρένου, για να μεταμορφώσει την αίθουσα σε μία φύση που ικετεύει, που υποτάσσεται στον άνθρωπο, αφήνοντάς τον να την καταπατήσει, να την κάψει, να την εκμεταλλευτεί. Ο καλλιτέχνης είχε ξεκινήσει την ενότητα αυτή πριν τις δυσάρεστες συνθήκες που σχετίζονται με τον κορονοϊό, και συνέχισε υπό την πίεση των γεγονότων, με την επιθυμία να τονίσει την τύφλωση των ανθρώπων στη διαμαρτυρία του περιβάλλοντος. 

Το σκηνικό ολοκληρώνεται με τη θέση που παίρνει ο θεατής στον χώρο. Με την αναζήτηση του κατάλληλου σημείου που θα τον βοηθήσει να δει πίσω από το δέντρο, πέρα από τον καθρέφτη, μέσα στον εαυτό του. Η σύνθεση καθιστά εκείνον, που στέκεται στο κέντρο, πρωταγωνιστή του έργου που παίζεται μπροστά του. Είναι ο υπεύθυνος της τραγωδίας ή ο ήρωας που μπορεί να φέρει τη λύτρωση. Αποκτά συναισθήματα ευθύνης, επανατοποθετείται, αντικρίζει το εγώ του και αυτό που έχει γίνει.

Παρατηρώντας την αυτοφωτογραφία, το βλέμμα μου πέφτει στα πλάσματα με τις μάσκες. Αντιλαμβάνομαι ότι δεν είχα προορισθεί για να παίξω τον ρόλο ενός απλού θεατή. Είμαι μέρος του συνόλου, στο κέντρο ενός χορού που παρακλητικά ελπίζει στην ανθοφορία, την ίδια ώρα που ο άνθρωπος κατανικάται από τη φύση. Αισθάνομαι αυτόν τον δίαυλο επικοινωνίας που επιθυμεί ο Τσόκλης.  Φέρνω στη μνήμη μου την παρατήρηση του Ρολάν Μπαρτ ότι «μια φωτογραφία μπορεί να είναι αντικείμενο τριών πρακτικών (ή τριών συγκινήσεων ή τριών προθέσεων): ποιείν, πάσχειν, θεάσθαι» (3), και καταλήγω ότι τόσο στη φωτογραφία των δύο διαστάσεων, όσο και στην εμπειρία της ζωγραφικής εικόνας ενωμένης με τον φυσικό χώρο, οι τρεις ενέργειες είναι αλληλένδετες. Η ύπαρξη της μίας πρακτικής προϋποθέτει αλλά και συνεπάγεται την ύπαρξη της άλλης.

Είναι η στιγμή που το έργο επικοινωνεί με τον θεατή: Δέηση ως προς τι και ως προς ποιον; Για τη σωτηρία του ξύλου ή του ανθρώπου; Υπέρ της ευτυχίας του κόσμου ή της ανάδειξης του ισχυρού;

Είναι η στιγμή που ο επισκέπτης προσφέρει τον εαυτό του και αναμετράται με τη φύση, αυτή τη φορά όμως είναι αδύναμος, αναπνέει με δυσκολία, συμπάσχει. Συμπάσχει;

Είναι η στιγμή που τα ίδια μάτια τα οποία βλέπουν στον καθρέφτη, επιλέγουν τη θέση για να ιδωθούν μέσα από τον φωτογραφικό φακό και για να αποτελέσουν έπειτα αντικείμενο του βλέμματός τους.  Στην ψυχή του τελικού θεατή, προκαλείται ένας οίκτος για τη μοίρα των ηρώων. Η εικόνα ενώνεται με τη συνείδηση και η Τέχνη με την ύπαρξη.

Ο Κώστας Τσόκλης δεν επιθυμεί να τον θαυμάζουν, επιθυμεί τη συμμετοχή, το μοίρασμα, τη συγκίνηση. Μέσα από τη «Δέηση», οι ρόλοι εναλλάσσονται και η Τέχνη δείχνει το νόημα της ζωής. Το πράσινο φυλλαράκι είναι εκεί, αρκεί ο καθένας να μπορέσει να το βρει.


Πηγές:

Φωτογραφίες: Κωνσταντίνα Πατσιαλού