28/02/2013
Ο Δήμος Πάτρας, στα πλαίσια του Καρναβαλιού διοργανώνει «Το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού» του οποίου ένα από τα παιχνίδια έχει τίτλο «βρες τη νέα τρύπα». Κάθε μέρα νέες λακκούβες δημιουργούνται στο δρόμο και πρέπει να προσέξεις να μην πέσεις μέσα. Και κάθε μέρα θα πρέπει να θυμάσαι ποιες λακκούβες υπήρχαν από τις προηγούμενες, κερδίζοντας επιπλέον πόντους για τα αντανακλαστικά σου. Αν βέβαια πέσεις μέσα δεν πειράζει, είναι κι αυτό στο παιχνίδι. Το πιο συναρπαστικό όμως μέρος του παιχνιδιού είναι ο ελλιπής φωτισμός στους δρόμους. Πέρσι το παρατήρησα, φέτος το επιβεβαίωσα: Προκειμένου να φωταγωγηθεί το κέντρο της πόλης κάποιες περιοχές μένουν χωρίς φωτισμό. Δεν ειρωνεύομαι. Απλά φέτος θα ντυθώ είρωνας. Στην πραγματικότητα δεν είναι αυτό το αληθινό μου πρόσωπο. Αντίθετα, είμαι πολύ αισιόδοξη για τη ζωή. Βέβαια, αν το ξανασκεφτώ, η αισιοδοξία προέρχεται όταν για παράδειγμα λες βρέχει και από την άλλη σκέφτεσαι δεν πειράζει κάποια στιγμή θα βγάλει ήλιο. Ξέρεις δηλαδή ποια είναι η αντίθετη εξέλιξη της απαισιόδοξης επικρατούσας κατάστασης. Στην προκειμένη στιγμή δεν ξέρω για ποιο πράγμα να αισιοδοξώ. Η βροχή που σταματά στέλνει ένα μήνυμα. Ένα ουράνιο τόξο, όλο χρώματα που συμβολίζει την ελπίδα. Αλλά το ουράνιο τόξο γίνεται σερπαντίνες και κομφετί, μάσκες και στολές, πληρώματα και άρματα, πολύχρωμα όλα, που συμβολίζουν τη γιορτή και δήθεν στέλνουν μηνύματα χαράς. Πέφτω στην τρύπα και βγαίνω στην πλατεία. Εκεί που ένα πολυτελές κατάστημα είναι ανοιχτό, δίπλα σε δύο μουτζουρωμένα και αφισοκολλημένα καταστήματα κλειστά. Και πιο κει ένα παραδοσιακό σπίτι εγκαταλελειμμένο και ετοιμόρροπο. Δεν γκρινιάζω. Απλά φέτος θα ντυθώ και γκρινιάρης. Θα έχω πολλές όψεις, ταυτόχρονα και εναλλάξ, όπως η ίδια η κοινωνία. Φαντάσου ή μάλλον όχι. Δες: από τη μία το σκοτάδι και από την άλλη το φως, από τη μία το κενό της τρύπας και από την άλλη το χρώμα. Είμαι τυχερή που μπορώ να βλέπω την πόλη ως έναν σουρεαλιστικό πίνακα. Άλλωστε δεν μπορώ να το σταματήσω.
Τώρα που το σκέφτηκα αυτό μου έρχεται στο μυαλό ο ποιητής Αντρέ Μπρετόν, ο κατεξοχήν θεωρητικός και ηγέτης του σουρεαλιστικού, λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού, κινήματος που εμφανίστηκε στη Γαλλία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και που οι θεωρητικές του θέσεις επεκτάθηκαν και προς τη φιλοσοφία και την πολιτική. Ο Μπρετόν το 1924 κυκλοφόρησε το μανιφέστο του, στο οποίο ορίζει το σουρεαλισμό ως τον καθαρό ψυχικό αυτοματισμό, που επιχειρεί να εκφράσει προφορικά ή γραπτά ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, την πραγματική ροή της σκέψης. Πρόκειται για μία υπαγόρευση της σκέψης χωρίς κανένα έλεγχο της λογικής και πέρα από κάθε αισθητική ή ηθική προκατάληψη. Ο σουρεαλισμός βασίζεται στην πίστη σε ορισμένες συσχετίσεις από την πραγματικότητα, στην παντοδυναμία του ονείρου, στο άσκοπο παιγνίδι της σκέψης… Η φήμη του σουρεαλισμού στηρίζεται κυρίως στο έργο ζωγράφων και γλυπτών όπως οι Νταλί, Ντε Κίρικο, Ερνστ, Μιρό, Αρπ κ.ά. Στόχος των σουρεαλιστών ήταν να αναμίξουν το λογικό με το άλογο, και, χρησιμοποιώντας τα όνειρα, το στοιχείο του τυχαίου να δημιουργήσουν μία νέα πραγματικότητα, μία υπερ-πραγματικότητα.
Στη σημερινή εποχή έχουμε την υπερ-πραγματικότητα μπροστά μας. Καταφέραμε το ακατόρθωτο. Να έχουμε διαδραστικούς πίνακες και υπολογιστές απέναντι σε μαθητές που πεινάνε. «Ανδρείκελα» που στήνονται για να φωτογραφηθούν και να μπουν πρωτοσέλιδο δίπλα στο άρθρο μιας αυτοκτονίας. Γιορτές και λακκούβες, φως και σκοτάδι. Δεν υπάρχει έλεγχος που να ασκείται από τη λογική, ούτε αισθητικό ή ηθικό κριτήριο. Οι κυβερνήτες μας έγιναν σουρεαλιστές αλλά όχι καλλιτέχνες. Σκέφτονται τυχαία και αυτόματα. Βγάζουν νόμους (εξω-πραγματικούς) τη νύχτα και την άλλη μέρα στέλνουν διορθωτικές εγκυκλίους. Δεν απογοητεύομαι. Απλά φέτος θα ντυθώ ένας γκρινιάρης, είρωνας και απογοητευτικός τύπος που θα χορεύει και θα τραγουδά. Δεν μπορώ άλλο να σκέφτομαι. Λέω να κοιμηθώ, μήπως και δω ένα όνειρο με μία πραγματικότητα.
Ο πίνακας στη φωτογραφία ονομάζεται «Οι ανήσυχες μούσες» και ανήκει στον Τζόρτζιο Ντε Κίρικο (1888-1978). Ο Ντε Κίρικο γεννήθηκε στο Βόλο από Ιταλούς γονείς. Σπούδασε στην Αθήνα και στη συνέχεια στο Μόναχο. Την περίοδο 1911-5 ζωγράφιζε σε ένα ύφος που ο ίδιος ονόμασε αργότερα «μεταφυσικό» – πίνακες με παράξενα ψευδοκλασικά κτίρια, άδειες πλατείες, ονειρικά γλυπτά, «ανδρείκελα» απρόσωπα και απροσδόκητα ετερόκλητα αντικείμενα, ζωγραφισμένα σε ένα απρόβλεπτο φόντο με γαλήνια αντικειμενικότητα. Ο Μπρετόν αποκαλούσε τον Ντε Κίρικο «υπέρτατο σουρεαλιστή ζωγράφο».
Δημοσιεύθηκε στο independent.gr
Πηγές:
Λυδάκης, Στ. & Βογιατζής Τ. 1990, Σύντομο λεξικό όρων της ζωγραφικής, Μέλισσα, Αθήνα.
Ρηντ, Χ. 1986, Λεξικό εικαστικών τεχνών, Υποδομή, Αθήνα.
Χόνορ, Χ. & Φλέμινγκ, Τζ. 1993, Ιστορία της Τέχνης, τόμος 4, Υποδομή, Αθήνα.