At the Bar

Κωνσταντίνα ΠατσιαλούArt in article, huntingspirits.tv

Ο Maurice de Vlaminck (1876-1958) ήταν Φλαμανδικής καταγωγής Γάλλος ζωγράφος και ένας από τους σπουδαιότερους εκφραστές του Φωβισμού. Οι γονείς του ήταν δάσκαλοι μουσικής και ο ίδιος ασχολήθηκε με τη ζωγραφική ως αυτοδίδακτος, με τις πρώτες του απόπειρες να μην φανερώνουν την καλλιτεχνική φλόγα που θα καθόριζε τη μελλοντική σταδιοδρομία του, και που ίσως οφείλεται σε μία τυχαία συνάντηση στα 23 χρόνια του. Στο τρένο προς το Παρίσι, συνομίλησε με έναν νεαρό, τον André Derain, με τον οποίο και συνδέθηκε με μία δυνατή φιλία, που κράτησε όλη τους τη ζωή. Μυστήριο παραμένει το πώς ο Vlaminck αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη στο αναδυόμενο κίνημα των Φωβιστών. O καλλιτέχνης αγκάλιασε τη ζωγραφική με πάθος, επιλέγοντας αυθόρμητα τις πιο απλές μορφές και βασικές αποχρώσεις για να εκφράσει τα συναισθήματά του: «Προσπαθώ να ζωγραφίζω με την καρδιά και τα κότσια μου χωρίς να ανησυχώ για το στυλ». Η μόνη επιρροή που αναγνώριζε ο Vlaminck ήταν τα εκφραστικά χρώματα και η πινελιά του Van Gogh.  Οι φωβιστικοί του πίνακες χαρακτηρίζονται από μία άγρια ένταση, μεγαλύτερη ίσως από εκείνη όλων των συγχρόνων του. Πίστευε πως το ένστικτο είναι η βάση της τέχνης.  

Ο Φωβισμός ήταν το πρώτο, χρονολογικά, καλλιτεχνικό κίνημα της πρωτοπορίας του 20ου αιώνα. Ο όρος οφείλεται σε ένα ειρωνικό σχόλιο του κριτικού Louis Vauxcellas, αναφερόμενος στο έργο μίας ομάδας νέων ζωγράφων (Henri Matisse, Maurice de Vlaminck, André Derain κ.ά.), οι όποιοι εξέθεσαν στο Παρισινό Σαλόν το 1905, και τους οποίους αποκάλεσε  “Les Fauves”, δηλαδή «Τα άγρια θηρία», «Οι άγριοι». Οι Φωβ αντιμετώπιζαν το χρώμα σαν το κύριο δομικό στοιχείο κάθε πίνακα, περιφρονώντας τις φόρμες της φύσης. Ενδιαφέρθηκαν για τα καθαρά, πλακάτα, δυνατά-βίαια χρώμα­τα, δίνοντάς τους μια τέτοια έμφαση, που δεν είχε γνωρίσει ως τότε η ζωγραφική. Ήρθαν σε αντίθεση με την αέρινη χρωματικότητα των Ιμπρεσιονιστών και διάλεγαν χρώματα που δεν είχαν πάντα σχέση με το πραγμα­τικό χρώμα του αντικειμένου που ζωγράφιζαν, απελευθερώνοντας έτσι την εικόνα από τη μίμηση της φύσης. Για τους Φωβ, η ζωγρα­φική δεν χρειαζόταν πια να είναι τεκμηριωτής προσώπων, γεγονότων ή καταστάσεων, ούτε έπρεπε να είναι ερμηνευτικός αντικατοπτρισμός της πραγματικότητας. Χρησιμοποιούσαν τα χρώματα για διακοσμητικούς ή ακόμα και για συναισθηματικούς σκοπούς, και αυτό ήταν το μόνο, ίσως, κοινό στοιχείο των κατά τα άλλα αρκετά διαφορετικών μεταξύ τους καλλιτεχνών.

Ο Vlaminck, μαζί με τους άλλους ζωγράφους του Φωβισμού, συνέχισαν την προσέγγιση των Ιμπρεσιονιστών να απορρίπτουν τα συμβατικά θέματα (ιστορίες από τη μυθολογία, την ιστορία ή διάσημα πορτρέτα) και να αναπαριστούν σκηνές από την καθημερινή ζωή. Οι πίνακες του Vlaminck συχνά περιείχαν άγνωστους κατοίκους της παριζιάνικης νυχτερινής ζωής, όλοι τους να ζωντανεύουν από τη λαμπερή, αφύσικη παλέτα του Φωβισμού.

Στο Μπαρ (At the Bar ή The Bar Counter, 1900, 40×32 cm, Musée Calvet, Avignon, France), ο Vlaminck ζωγραφίζει τη σατυρική καρικατούρα μιας γυναίκας που κάθεται σε ένα μπαρ. Ο ζωγράφος έχει επίγνωση των πορτρέτων του Toulouse-Lautrec, με τις πόρνες και τους μοναχικούς πότες, ωστόσο προχωρά πέρα από τη χλευαστική ματιά. Δεν επιχειρεί να διερευνήσει την ψυχολογία του μοντέλου, αλλά η εικόνα χρησιμοποιείται ως μέσο έκθεσης του προβλήματος της πορνείας και του αλκοολισμού στην καπιταλιστική κοινωνία. Η φιγούρα της γυναίκας κυριαρχεί στον καμβά και ωθείται προς το προσκήνιο. Τα στήθη της προβάλλονται επιθετικά κάτω από το λευκό φόρεμα, πάνω στο οποίο υπάρχει ένα λουλούδι, ενώ ένα τσιγάρο κρέμεται χαλαρά από τα έντονα κόκκινα χείλη της. Ο εθισμός της στο ποτό υποδηλώνεται από την κοκκινωπή μύτη της, και τονίζεται από το τεράστιο ποτήρι στο μπαρ. Ωστόσο, στην εικόνα δεν διαφαίνεται ίχνος της προσωπικότητάς της. Παρόλο που η γυναίκα κοιτάζει τον θεατή, το βλέμμα της είναι κενό, αδιάφορο και επίμονο. Ο Vlaminck πετυχαίνει να προσδώσει μία έντονη και τραγική μορφή μέσα από την εκφραστικότητα των χρωματικών αντιθέσεων και της υπεραπλουστευμένης γραμμής. Κάτι αντίστοιχο δεν είχε ακόμα παρουσιαστεί στη δυτική τέχνη. Ο καλλιτέχνης αντισταθμίζει την καταθλιπτική ατμόσφαιρα του πίνακα με τα υπερμεγέθη στήθη να αναπαριστούν τα τελευταία δύο μηδενικά του 1900, του έτους δηλαδή που ολοκληρώθηκε το έργο.

Ο Vlaminck έλαβε μεγάλη αναγνώριση κατά τη διάρκεια της ζωής του. Μπορεί να θεωρηθεί ως “το πιο άγριο θηρίο”, που σύμφωνα με τα λόγια του ήθελε «να κάψει τη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού με τα μπλε του κοβαλτίου και τα κόκκινα βερμιγιόν του». Ρωτούσε «Τι είναι Φωβισμός;», και απαντούσε «Είμαι εγώ: είναι το στυλ μου εκείνη την εποχή, ο τρόπος μου να συνδυάζω την επανάσταση με την απελευθέρωση, η από προσωπική μου επιλογή απομόνωσή μου από τις Σχολές ή από οποιονδήποτε. Τα μπλε μου, τα κόκκινά μου, τα κίτρινά μου, τα καθαρά μου χρώματα και οι αμιγείς τόνοι».


Πηγές: