Ουζερί Τσιτσάνης – Συνάντηση με τον σκηνοθέτη Μανούσο Μανουσάκη

Κωνσταντίνα ΠατσιαλούArt in article, independent.gr

17/12/2015

Η ταινία “Ουζερί Τσιτσάνης” του Μανούσου Μανουσάκη είναι ένα ταξίδι στην Ιστορία που παρασέρνει τον θεατή σε έναν πλούσιο κόσμο συναισθημάτων. Βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη και διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη το 1942-1943, στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής. Πρόκειται για μία απαγορευμένη ιστορία αγάπης ανάμεσα σε έναν Χριστιανό, τον Γιώργο (Χάρης Φραγκούλης), και μία Εβραία, την Εστρέα (Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη). Το θέμα αποτελεί μυθοπλασία, που όμως διατηρεί με συνέπεια τον χαρακτήρα του Τσιτσάνη (Ανδρέας Κωνσταντίνου), σε μία προσπάθεια να αποδοθεί η αύρα του και όχι να παρουσιαστεί ένα ντοκιμαντέρ για τον μεγάλο συνθέτη. Ο κ. Μανουσάκης βρέθηκε στην Πάτρα, την Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015, στη Veso Mare, και με αφορμή τη νέα του ταινία, συνομίλησε με το κοινό, απαντώντας σε έναν καταιγισμό ερωτήσεων.

Το κίνητρο με βάση το οποίο επιλέχθηκε η μεταφορά του συγκεκριμένου βιβλίου στη μεγάλη οθόνη ήταν η ευκαιρία του σκηνοθέτη να δει μία εποχή τόσο από τη ματιά ενός μεγάλου καλλιτέχνη-δημιουργού που μεταφράζει την εποχή αυτή στη μουσική του, όσο και από τη ματιά δύο ερωτευμένων νέων. Οι δύο αυτές ματιές είναι πολύ ελκυστικές, αλλά διαφορετικές, που μπλέκονται μεταξύ τους και αποτελούν ένα σύνολο. Ο κ. Μανουσάκης δεν θα χαρακτήριζε την ταινία ερωτική ή κοινωνική. Άλλωστε, όπως διερωτήθηκε απευθυνόμενος στους θεατές «υπάρχει κοινωνία χωρίς έρωτα»; Ο έρωτας δεν είναι παρά το όχημα να συζητήσει για τον κόσμο και για τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων και τον ναζισμό.

Για την τελειοποίηση του έργου, από τη στιγμή της επιλογής του θέματος έως την ολοκλήρωση, απαιτήθηκαν 5 χρόνια. Το σενάριο γράφτηκε 17 φορές, σε μία επίπονη διαδικασία που κράτησε 3 χρόνια, ενώ τα γυρίσματα διήρκησαν 3 μήνες. Στο σενάριο δεν υπάρχει κάτι που να μην αναφέρεται στο βιβλίο. Υπάρχουν, όμως, πολλά στο βιβλίο που δεν μεταφέρονται στην ταινία και το κέντρο βάρους του βιβλίου είναι διαφορετικό από το κέντρο βάρους της ταινίας. Στην κινηματογραφική απόδοση, τα στοιχεία του τρίπτυχου συνθέτης-έρωτας-εποχή επιλέχθηκε να έχουν την ίδια ποιοτική βαρύτητα, σε αντίθεση με το βιβλίο που έχει άλλη ισορροπία.

Ερωτώμενος για την επιλογή των ηθοποιών, ο κ. Μανουσάκης απάντησε ότι τα κριτήρια είναι κυρίως συναισθηματικά, αφού σημαντικό ρόλο παίζουν οι μικρές κινήσεις που κάνει ο καθένας και η αύρα που αποπνέει. Η διανομή των πρωταγωνιστικών ρόλων σε καινούργια πρόσωπα αποτελεί συνειδητή επιλογή του ίδιου του σκηνοθέτη, ο οποίος μας εκμυστηρεύτηκε το γιατί: «Όταν ο θεατής δεν γνωρίζει τον πρωταγωνιστή, η Εστρέα είναι η Εβραία, δεν είναι η τάδε που υποδύεται την Εβραία. Με αυτή τη λογική ήθελα νέα πρόσωπα. Αλλά και γιατί μου αρέσει να δουλεύω με ανθρώπους με πολύ μικρή πείρα. Έχουν ένα θάρρος και ένα θράσος που σε διδάσκει, δηλαδή παίρνεις από αυτούς. Η απειρία είναι καμιά φορά πολύ καλός δάσκαλος. Ο σκηνοθέτης περνάει διάφορες φάσεις. Στην αρχή είναι ο ερευνητής, μετά αφού ερευνήσει το θέμα του και έχει αποφασίσει τι θα το κάνει, και επιλέξει τους ηθοποιούς, γίνεται χαμαιλέων. Μπαίνει στην ψυχή του καθενός, αλλάζει χρώματα, καμουφλάρεται, ώστε να μπορεί να εισχωρήσει στον καθέναν και παίρνει ό,τι καλύτερο μπορεί από αυτόν, σε έναν διάλογο μεταξύ σκηνοθέτη και ηθοποιού».

Manousakis2

Συνάντηση με τον σκηνοθέτη Μανούσο Μανουσάκη

Ωστόσο, η προσωπική μου γνώμη σχετίζεται με την εντύπωση που είχα από την πρώτη στιγμή που αντίκρισα τους δύο βασικούς ήρωες. Εξαιτίας των πολύ εκφραστικών και έντονων χαρακτηριστικών (μεγάλα μάτια, μακριά μύτη), μου ήρθαν στο νου τα πορτρέτα φαγιούμ, τα οποία δηλώνουν το πνευματικό και υπερβατικό στοιχείο, και συμβολίζουν κάτι το οποίο γνωρίζουμε ότι θα πεθάνει, αλλά επιθυμούμε να το διατηρήσουμε στην αιωνιότητα. Την άποψη αυτή εξέθεσα στον κ. Μανουσάκη, ο οποίος συμφώνησε με το σκεπτικό, εφόσον λειτουργεί. Ωστόσο, δεν είναι εφικτό να γίνουν όλα αυτά αντιληπτά κατά τη διαδικασία της διανομής ρόλων. «Υποσυνείδητα μπορεί να λειτουργεί ακριβώς έτσι. Αλλά συνειδητά είναι η αύρα και ο ερωτισμός που αποπνέει ο καθένας, η λάμψη του ματιού, τα μικρά πράγματα», ανέφερε.

Με αφορμή τη Γερμανίδα αξιωματικό που τραβά συνεχώς φωτογραφίες, ο κ. Μανουσάκης εξήγησε ότι οι Γερμανοί φωτογράφιζαν και κινηματογραφούσαν τα πάντα. Επιπλέον, ανέφερε τον πολύ μεγάλο ρόλο που έπαιξαν οι γυναίκες στο ναζισμό και πρότεινε το βιβλίο “Οι μαινάδες του Χίτλερ”, το οποίο δίνει ακριβώς το στίγμα της γυναίκας του ναζιστικού κόμματος. Σε ερώτηση θεατή, αν μπορούμε να παραλληλίσουμε τους Εβραίους με τους Έλληνες της σημερινής εποχής, ο σκηνοθέτης απάντησε ότι με τους Εβραίους ταυτίζονται όλα τα θύματα της μισαλλοδοξίας.

Ως προς τη σκηνή που θεωρήθηκε πιο δύσκολη στην υλοποίησή της, ο κ. Μανουσάκης τόνισε ότι γενικά η πιο δύσκολη σκηνή είναι ένας διάλογος μεταξύ δύο ανθρώπων. Αντίθετα, μια σκηνή δράσης, βίας, οι μεγάλες σκηνές του πλήθους είναι εύκολες, γιατί υπάρχουν πολλά πράγματα για να τις κάνεις ζωντανές και υποβλητικές.

Δεδομένου ότι πρόκειται για ένα φιλμ με πληθώρα δυνατών συναισθημάτων, ο κ. Μανουσάκης διηγήθηκε διάφορα περιστατικά έντονης συγκίνησης, τόσο από την πλευρά των ηθοποιών και του συνεργείου, όσο και από την πλευρά των θεατών. Για παράδειγμα, στη Θεσσαλονίκη μετά την προβολή της ταινίας, μία κυρία 95 ετών, υποβασταζόμενη, κλαίγοντας με λυγμούς είπε: «έχω σαράντα χρόνια να πάω σινεμά, αλλά ήρθα εδώ γιατί έτσι έγιναν». Τα μέρη στα οποία δημιουργούνταν η μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση, ήταν εκείνα όπου συνέβησαν τα γεγονότα, δηλαδή στο σταθμό και στη συναγωγή που είναι η ίδια και δεν γκρεμίστηκε από τους Γερμανούς, γιατί χρησιμοποιήθηκε σαν αποθήκη από τον Ερυθρό Σταυρό. Ένας ακόμα καταλυτικός χώρος ήταν τα κρατητήρια, που είναι ο χώρος μνήμης στην οδό Κοραή, ο οποίος έχει αναστηλωθεί και είναι επισκέψιμος.

Αναφορά έγινε και στη μουσική που επένδυσε το φιλμ. Η ενορχήστρωση στο ουζερί ήταν δύσκολη, καθώς έπρεπε να χρησιμοποιηθούν τα δεδομένα όργανα της εποχής, αλλά να αποκτήσουν ένα ηχόχρωμα τέτοιο που να είναι οικείο στο σύγχρονο αυτί, που είναι εθισμένο σε άλλα ακούσματα, αλλά παράλληλα να είναι πιστά της εποχής. Τα τραγούδια που ακούστηκαν είναι ό,τι έχει γραφτεί μέχρι το ’43. Για την υπόλοιπη μουσική, πολλά κομμάτια είναι εμπνευσμένα από μοτίβα του Τσιτσάνη και κάποια άλλα είναι του συνθέτη Θέμη Καραμουρατίδη.

Σχετικά με το πόσο εύκολο ήταν να δημιουργηθεί μία τέτοια παραγωγή στην Ελλάδα της κρίσης, ο σκηνοθέτης απάντησε ότι ήταν εύκολο για έναν κυρίως λόγο: «Διότι η ψυχή δεν αποτιμάται χρηματιστηριακά. Ο κόσμος στη Θεσσαλονίκη ήρθε εθελοντικά, 1300 άνθρωποι ήρθαν με την ψυχή τους να παίξουν. Οι βοηθητικοί πρωταγωνιστές τους λέω. Συμμετείχαν, όλοι έπαιζαν, δεν ήταν απλώς εκεί».

Μία από τις τελευταίες παρατηρήσεις του κοινού, αλλά εξίσου εύστοχη, ήταν η “περίεργη” αντιμετώπιση με τραγούδι, με έρωτα, με αγάπη των πολύ δυνατών σκηνών θλίψης και πόνου: «Πιστεύετε ότι μπορεί ο πόνος να μας κάνει δημιουργικούς», ρώτησε ένας θεατής;

«Η τέχνη είναι μια διέξοδος στον πόνο. Γι’ αυτό και δημιουργούσε ο Τσιτσάνης έτσι ακατάπαυστα. Ο πόνος τον ωθούσε να γράφει συνεχώς τραγούδια. Η τέχνη πάντα απαλύνει τον πόνο. Και για τον θεατή και για τον δημιουργό».

 

Δημοσιεύθηκε στο independent.gr

Πηγή εικόνας 1: http://ouzeritsitsanis.com/#gallery