Gin Lane και Beer Street

Κωνσταντίνα ΠατσιαλούArt in article, huntingspirits.tv

12/10/2016

Ο Γουίλιαμ Χόγκαρθ (1697-1764) ήταν Άγγλος ζωγράφος, χαράκτης και γελοιογράφος. Από την αρχή της δημιουργικής του πορείας, πίστευε ότι μπορούσε να εισάγει ένα νέο είδος ζωγραφικής, που θα είναι αρεστό στους πουριτανούς συμπατριώτες του, αρκεί το έργο του να έχει έναν διδακτικό στόχο. Ζωγράφισε, λοιπόν, ιστορίες που αποτελούσαν “σχόλια” πάνω στα ήθη της εποχής του. Τα έργα του ήταν ένα θέαμα χωρίς λόγια, που διακρίνονταν για τις αναφορές τους σε σύγχρονες καταστάσεις, το σατιρικό περιεχόμενό τους και το ηθικό τους δίδαγμα. Τα πρόσωπα που απεικόνιζε είχαν έναν καθορισμένο ρόλο, που τον ερμήνευαν με τις κατάλληλες χειρονομίες και το φέρσιμο, με την ανάλογη φυσιογνωμία και ενδυμασία, καθώς και με τη χρήση σκηνικών.

Ο ίδιος ο Χόγκαρθ παρομοίαζε αυτό το είδος της ζωγραφικής με την τέχνη του δραματουργού και του σκηνοθέτη. Η νέα τέχνη δεν ήταν τόσο νέα όσο νόμιζε. Ξέρουμε, για παράδειγμα, πως η τέχνη στον Μεσαίωνα χρησιμοποίησε εικόνες για να διδάξει. Το σημαντικό είναι πως ο Χόγκαρθ, παρ’ όλη την προσήλωσή του στο θέμα και την ικανότητά του να χρησιμοποιεί το φως και το χρώμα, διακρίνεται για την επιδεξιότητά του στη διάταξη των ομάδων. Στο βιβλίο του Η Ανάλυση της Ομορφιάς διαφαίνεται η σιγουριά του πως είχε βρει το νόμο που κυβερνά την ομορφιά.

Οι δύο γκραβούρες με τίτλο Gin Lane και Beer Street (33.8 x 31.7 cm και 38.4 x 32.2 cm αντίστοιχα, The Metropolitan Museum in Art, New York) εκδόθηκαν το 1751 για την υποστήριξη του Βρετανικού νόμου που τέθηκε σε ισχύ, προκειμένου να μειωθεί η κατανάλωση των αλκοολούχων ποτών, η οποία θεωρήθηκε ως μία από τις κύριες αιτίες για την εγκληματικότητα στο Λονδίνο. Τα χαρακτικά, σχεδιασμένα για να είναι τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, απεικονίζουν το μεν πρώτο τα κακά της κατανάλωσης του τζιν, το δε άλλο τα οφέλη της μπύρας. Στην εικόνα της Gin Lane, οι κάτοικοι είναι κατεστραμμένοι, λόγω του εθισμού τους στο τζιν, ενώ εκείνοι που εμφανίζονται στην Beer Street, απολαμβάνουν την αγγλική μπύρα και αναπαριστώνται ευτυχείς και υγιείς.

Στην Gin Lane αντικατοπτρίζεται η εξαθλίωση και η απόγνωση μιας κοινωνίας που καταναλώνει τζιν. Το κομβικό σημείο της εικόνας είναι η γυναίκα στο κέντρο. Ημίγυμνη, με τα πόδια της να καλύπτονται από συφιλιδικές πληγές, η μεθυσμένη μητέρα αφήνει το μωρό της να κατρακυλήσει προς το κελάρι Gin Royal. Δεν ανησυχεί για τίποτα, παρά μόνο για να ετοιμάσει τον καπνό της. Πάνω από το κελάρι διαβάζουμε τις φράσεις Drunk for a penny, Dead drunk for twopence, Clean straw for nothing (Μεθυσμένος για μια δεκάρα, μεθυσμένος μέχρι θανάτου για δύο πένες, Καθαρό άχυρο δωρεάν). Σκηνές τρέλας πλαισιώνουν την κεντρική μορφή. Μπροστά της, πιο κάτω, κείτεται η σκελετωμένη φιγούρα ενός άντρα που κρατά ένα μπουκάλι, ενώ ένα φυλλάδιο με τίτλο Η πτώση της κυρίας Gin γλιστρά έξω από το καλάθι του. Στα αριστερά, άποροι μεταφέρουν τα υπάρχοντά τους στο ενεχυροδανειστήριο, και στα δεξιά κάποιοι άντρες καυγαδίζουν. Ένας άντρας έχει κρεμαστεί στην ερειπωμένη σοφίτα του. Ένας τρελός χοροπηδά, κρατώντας ένα νεκρό παιδί στα χέρια του και η μητέρα του μοιάζει να ουρλιάζει. Μία άλλη μάνα ποτίζει με τζιν το μωρό της, και ένα γυμνό μωρό βρίσκεται δίπλα από το φέρετρο της μητέρας του. Δύο ορφανά κορίτσια πίνουν τζιν. Φορούν κονκάρδες SG που δηλώνουν ότι βρίσκονται υπό τη φροντίδα της ενορίας Saint Giles. Το πρώτο μισό του 18ου αιώνα αυτή η περιοχή, ένας λαβύρινθος από στενά δρομάκια, ήταν περιβόητη ως η καρδιά της μανίας για τζιν. Καθώς μάλιστα σχεδόν όλοι έπιναν τζιν στο Λονδίνο, η συγκεκριμένη χρονική περίοδος είναι γνωστή ως Gin Craze.

Ο Χόγκαρθ τονίζει αρκετά την παρουσία των παιδιών, γιατί η λήψη αλκοολούχων ποτών από παιδιά αποτελούσε ένα πραγματικό πρόβλημα μεταξύ των φτωχών της αγγλικής πρωτεύουσας. Η φροντίδα των εξαθλιωμένων παιδιών ενδιέφερε τους καλλιτέχνες – ο Χόγκαρθ ήταν ένας από εκείνους που ενεπλάκησαν στην ίδρυση του Βρεφοκομείου στο Λονδίνο, ένα από τα μεγαλύτερα φιλανθρωπικά επιτεύγματα της εποχής, το οποίο άνοιξε το 1739.

Στο βάθος της εικόνας, ένα άγαλμα του Γεωργίου Α΄ κοιτάζει από το καμπαναριό του Αγίου Γεωργίου του Bloomsbury, προς τη χαώδη κατάσταση που εξελίσσεται μπροστά του. Το στοιχείο αυτό χρησιμεύει ως κατηγορητήριο της αδιαφορίας του πολιτικού κατεστημένου της Βρετανίας. Ο Χόγκαρθ με την εικόνα του υπενθυμίζει την κυβερνητική ανικανότητα. Η εκκλησία φαίνεται αμυδρά, όμως στην προέκταση του καμπαναριού σχηματίζεται ένας σταυρός από την πινακίδα του ενεχυροδανειστηρίου. Οι κάτοικοι της περιοχής επιλέγουν να “προσκυνήσουν” αλλού. Οι μόνες επιχειρήσεις που ευδοκιμούν υπηρετούν τη βιομηχανία του τζιν. Πωλητές τζιν, ποτοποιοί (με την εύστοχη ονομασία Kilman), ενεχυροδανειστές (που λαίμαργα αρπάζουν τη ζωτικής σημασίας περιουσία των αλκοολικών κατοίκων, όπως το πριόνι του ξυλουργού και τα μαγειρικά σκεύη της νοικοκυράς, με αντάλλαγμα ελάχιστα χρήματα για να θρέψουν τη συνήθειά τους), και φυσικά ο νεκροθάφτης. Ο Χόγκαρθ φανερώνει στην Gin Lane, με μια ματιά, όλα εκείνα για τα οποία είχε κατηγορηθεί το τζιν στη σύγχρονη κοινωνία: βία, φτώχια, απελπισία, φθορά, ηθική παρακμή και, τελικά, θάνατο.

Σε αντίθεση με την απελπιστική κατάσταση της Gin Lane, οι ευτυχισμένοι κάτοικοι της Beer Street λάμπουν από υγεία. Το κλειδί που κρατά η γυναίκα συμβολίζει την οικογενειακή ζωή. Ο μόνος που βρίσκεται σε μπελάδες είναι ο ενεχυροδανειστής, κος Pinch, ο οποίος ζει σε ένα κακοσυντηρημένο κτήριο με την πινακίδα-σταυρό ετοιμόρροπη. Στη σκηνή πρωταγωνιστούν οι ευδιάθετοι εργαζόμενοι Άγγλοι, οι οποίοι αναπαύονται μετά τις ασχολίες τους (όλοι απεικονίζονται είτε στους χώρους εργασίας τους είτε έχοντας τα εμπορεύματά τους ή τα εργαλεία τους μαζί). Το αλκοόλ ρέει ελεύθερα και παρουσιάζεται ως δίκαιη ανταμοιβή για την τίμια εργασία. Ή, όπως εξηγεί ο Χόγκαρθ, στη Beer Street «αυτό το αναζωογονητικό υγρό συνιστάται, προκειμένου να οδηγήσει το άλλο (εννοεί το τζιν) εκτός μόδας. Εδώ είναι όλα χαρούμενα και ακμαία. Η βιομηχανία και η ευθυμία βαδίζουν χέρι χέρι».

Ο Χόγκαρθ εικονογραφεί τη μπύρα ως ένα υγιεινό ρόφημα για τον εργαζόμενο, ενώ αντίθετα παρουσιάζει το τζιν ως ένα ποτό για τους απελπισμένους, που πίνουν αντί να εργάζονται. Το γεγονός πως ο απλός, φτωχός λαός έπινε πολύ κακής ποιότητας τζιν (μπόμπα), με το οποίο μπορούσε να μεθύσει με πολύ λίγα χρήματα, εδραίωσε την πεποίθηση ότι το τζιν ήταν το ποτό των αλκοολικών. Το τζιν θεωρήθηκε υπεύθυνο και για την υψηλή θνησιμότητα στην Αγγλία, παράγοντας τον οποίο ο Χόγκαρθ τονίζει κατά κύριο λόγο μέσω της Gin Lane. Με την αντιπαραβολή των δύο έργων και την αναπόφευκτη σύγκριση, είναι ιδιαίτερα φανερή η ενοχοποίηση του τζιν από τη μία και η διαφήμιση της μπύρας από την άλλη. Αυτό σημαίνει ότι οι δύο εικόνες λειτουργούν αποστρέφοντας το κοινό από ένα προϊόν και προωθώντας το προς ένα άλλο. Ωστόσο, ο Χόγκαρθ δηλώνει έντονα την απεχθέστατη κατάσταση της Βρετανικής κοινωνίας, μία κατάσταση που έμμεσα καταδεικνύεται ότι δεν οφείλεται μόνο στο τζιν.

Οι εικόνες του μεγάλου καλλιτέχνη είναι πάντα επίκαιρες, καθώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να διδάξουν με γλαφυρό τρόπο τις συνέπειες της αλόγιστης κατανάλωσης οποιουδήποτε αλκοολούχου ποτού, σε σύγκριση με τα ευχάριστα συνακόλουθα της υπεύθυνης απόλαυσής του.

Πηγές:
Gin Lane (αριστερή εικόνα)
http://www.metmuseum.org/art/collection/search/399847
Beer Street (δεξιά εικόνα)
http://www.metmuseum.org/art/collection/search/400269

Anecdotes of William Hogarth, written by himself, with essays on his life and genius, and criticisms on his works, … [Edited by J. B. Nichols]. Στο
https://books.google.gr/books?id=n0FjAAAAcAAJ&printsec=frontcover&hl=el&source=gbs_ge_summary_r&cad=0#v=onepage&q&f=false
Gombrich, E.H. (2000). Το Χρονικό της Τέχνης. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Μορφωτικής Τραπέζης.
Ρηντ, Χ. κ.ά. (1986). Λεξικό εικαστικών τεχνών. Αθήνα: Υποδομή.